- απαλόψυχος
- ἁπαλόψυχος, -ον (Μ)αυτός που έχει απαλή, τρυφερή ψυχή, ήπιος, γλυκός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απαλός — ή, ό (AM ἁπαλός, ή, όν) 1. μαλακός στην αφή, τρυφερός 2. (για πρόσωπα) αβρός, τρυφερός νεοελλ. 1. (για χρώματα) όχι έντονος, ανοιχτός 2. (για ήχους) χαμηλός, ξεκούραστος, διακριτικός 3. φρ. «εξ απαλών ονύχων» από την πολύ μικρή, την παιδική… … Dictionary of Greek